- αστραπηφορώ
- ἀστραπηφορῶ (-έω) (Α) [αστραπηφόρος]κρατώ στα χέρια μου τις αστραπές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀστραπηφόρωι — ἀστραπηφόρῳ , ἀστραπηφόρος flashing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)